τέρπει

τέρπει
τέρπος
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
τέρπεϊ , τέρπος
neut dat sg (epic ionic)
τέρπος
neut dat sg
τέρπω
delight
pres ind mp 2nd sg
τέρπω
delight
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • веселити — ВЕСЕЛ|ИТИ (43), Ю, ИТЬ гл. Веселить, доставлять радость: Питиѥ мѣрьное сыть напълнѩѥть и веселить. Изб 1076, 237; оувѣсть же ˫ако молитсѩ. ѥгда премѣнитсѩ мѩтежа. и зрить ˫ако веселить оумъ ѡ г(с)ѣ просвѣтивъсѩ. (εὐφραίνεται) ПНЧ 1296, 111; жена… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δημοτερπής — δημοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + τερπής < *τέρπος (το) το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α τερπής, ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

  • θυμοτερπής — θυμοτερπής, ές (Μ) αυτός που τέρπει την ψυχή, αυτός που ευχαριστεί την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • μελιτερπής — μελιτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + τερπής (< τέρπω), θεο τερπής, θυμο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • οχλοτερπής — ὀχλοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον όχλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + τερπής (< τέρπω)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοτερπής — ές, Α αυτός που τέρπει με ποικίλους τρόπους, ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

  • τέλθει — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐν ᾠδῇ τέρπει» …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • τερψίθυμος — η, ο / τερψίθυμος, ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, ον, Μ αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί θυμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”