веселити — ВЕСЕЛ|ИТИ (43), Ю, ИТЬ гл. Веселить, доставлять радость: Питиѥ мѣрьное сыть напълнѩѥть и веселить. Изб 1076, 237; оувѣсть же ˫ако молитсѩ. ѥгда премѣнитсѩ мѩтежа. и зрить ˫ако веселить оумъ ѡ г(с)ѣ просвѣтивъсѩ. (εὐφραίνεται) ПНЧ 1296, 111; жена… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
δημοτερπής — δημοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + τερπής < *τέρπος (το) το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α τερπής, ευ τερπής] … Dictionary of Greek
θυμοτερπής — θυμοτερπής, ές (Μ) αυτός που τέρπει την ψυχή, αυτός που ευχαριστεί την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
μελιτερπής — μελιτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + τερπής (< τέρπω), θεο τερπής, θυμο τερπής] … Dictionary of Greek
οχλοτερπής — ὀχλοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον όχλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + τερπής (< τέρπω)] … Dictionary of Greek
ποικιλοτερπής — ές, Α αυτός που τέρπει με ποικίλους τρόπους, ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ τερπής] … Dictionary of Greek
τέλθει — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐν ᾠδῇ τέρπει» … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
τερψίθυμος — η, ο / τερψίθυμος, ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, ον, Μ αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί θυμος)] … Dictionary of Greek